θηρολέξης

θηρολέξης
θηρολέξης και διάφ. γρφ. θηρολέκτης, ὁ (Α)
αυτός που συλλέγει λέξεις, λεξιθήρας*.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θηρο- (< θήρα) + -λέξης (< λέξις), τ. που απαντά μόνο στο παρόν συνθ. όν.].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • θηρολέξης — word chaser masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θήρα — I Νησί των Κυκλάδων. Βλ. λ. Σαντορίνη. Άποψη του γραφικού οικισμού Θήρα, με την πανοραμική θέα, στο ομώνυμο νησί των Κυκλάδων. II Κωμόπολη (υψόμ. 260 μ., 2.113 κάτ.) και πρωτεύουσα της Σαντορίνης. Είναι χτισμένη στα δυτικά παράλια του νησιού,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”